- κλέω
- κλέω, επικ. τ. κλείω (Α)1. λέγω για κάποιον ή για κάτι, γνωστοποιώ κάτι, φημίζω, ψάλλω, εγκωμιάζω κάτι («ἔργ' ἀνδρῶν... τά τε κλείουσιν ἀοιδοί», Ομ. Οδ.)2. καλώ, ονομάζω («ἐνθα περ ἀκταί κλείονται Παγασαί Μαγνήτιδες», Απολλ. Ρόδ.)3. μέσ. κλέομαιλέγω («γῆρυν, ἅν σοφοὶ κλέονται» — τον λόγο που λένε οι σοφοί, Ευρ.)4. παθ. είμαι διάσημος, ένδοξος, επαινούμαι, φημίζομαι για κάτι («ἐγὼ δ' ἐν πᾶσι θεοῖσι μήτε τε κλέομαι καὶ κέρδεσιν», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η διαδικασία παραγωγής τών κλέω / κλέομαι και τού επικού τ. κλείω (ΙΙ) δεν είναι απόλυτα σαφής. Κατά μια άποψη, ο αμάρτυρος τ. *κλεFεσ-yω, που αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. śravasyati «εγκωμιάζω», έδωσε *κλε(F)έω, απ' όπου κλέω / κλέομαι με υφαίρεση και κλείω (ΙΙ) με συναίρεση. Κατ' άλλη άποψη, τα κλέω / κλέομαι είναι είτε υποχωρητικά παρ. < κλέος, κατά το σχήμα ψεύδος: ψεύδω, είτε ανεξάρτητα σχηματισμένοι τ. από την ίδια ρίζα κλεF-, ενώ το κλείω (ΙΙ) προκύπτει < κλέω με μετρική έκταση. Η μεταγενέστερη σημ. τού κλείω (ΙΙ) «καλώ, ονομάζω» οφείλεται σε σημασιολογική επίδραση τού καλέω / -ῶ, κάτι που παρατηρείται και στο κλῄζω (I) *].
Dictionary of Greek. 2013.